παρισωσις

παρισωσις
    παρίσωσις
    πᾰρ-ίσωσις
    -εως (ῐ) ἥ рит. одинаковое построение частей предложения Isocr., Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "παρισωσις" в других словарях:

  • παρίσωσις — even balancing of the clauses fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρίσωσις — ἡ, Α [παρισώ] 1. (κατά το Ρητ. Λεξικό) «εἶδος σχήματος, ὅ καλεῑται καὶ ὁμοιόπτωτον καὶ ὁμοιοτέλευτον» 2. (ρητ.) το να κατασκευάζει κανείς πάρισες τις προτάσεις μιας περιόδου ή ημιπεριόδου 3. ημιπερίοδοι λόγου ίσες κατά τον αριθμό τών συλλαβών 4.… …   Dictionary of Greek

  • παρισώσει — παρίσωσις even balancing of the clauses fem nom/voc/acc dual (attic epic) παρισώσεϊ , παρίσωσις even balancing of the clauses fem dat sg (epic) παρίσωσις even balancing of the clauses fem dat sg (attic ionic) παρισόομαι aor subj act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρισώσεις — παρίσωσις even balancing of the clauses fem nom/voc pl (attic epic) παρίσωσις even balancing of the clauses fem nom/acc pl (attic) παρισόομαι aor subj act 2nd sg (epic) παρισόομαι fut ind act 2nd sg παρῑσώσεις , παρισόομαι futperf ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρισώσεσι — παρίσωσις even balancing of the clauses fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρισώσεσιν — παρίσωσις even balancing of the clauses fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρίσωσιν — παρίσωσις even balancing of the clauses fem acc sg παρίζω sit beside aor subj act 3rd pl παρίζω sit beside aor subj act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομοιόαρκτος — ὁμοιόαρκτος, ον (Μ) (για δύο κατά σειρά λέξεις) αυτός που αρχίζει με τα ίδια γράμματα («ἡ παρίσωσις γίνεται... κατ ἀρχὴν μὲν οἷον: προσήκει προθύμως, ὃ καὶ ὁμοιόαρκτον λέγεται», Πλαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + αρκτος (< ἄρχομαι)] …   Dictionary of Greek

  • παρίσωμα — το Α [παρισώ] η παρίσωσις*, η ισότητα, η ομοιότητα και ιδίως κατά την κατάταξη τών λέξεων ή τών περιόδων τού λόγου, το ομοιοτέλευτο τών περιόδων, η ομοιοκαταληξία …   Dictionary of Greek

  • παρισώ — όω, Α [πάρισος] 1. κάνω κάτι ίσο με κάτι άλλο, εξισώνω 2. παθ. α) εξισώνομαι με κάποιον, κάνω τον εαυτό μου ίσο ή όμοιο με κάποιον άλλο β) είμαι τόσο μεγάλος όσο... («οὐδὲ νηϊ παρισουμένας πορθμίδι παράσχοιτο ὁ Λάδων νήσους», Παυσ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • παρισώσεων — παρισώσεω̆ν , παρίσωσις even balancing of the clauses fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»